- ἐγρήγορεν
- ἐγείρωawakenperf ind act 3rd sgἐγείρωawakenplup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ονειροπολώ — (Α ὀνειροπολῶ, έω) [ονειροπόλος] 1. απομακρύνομαι νοερά από την πραγματικότητα και περιπλανώμαι στους κόσμους τού ονείρου και τής φαντασίας, πλάθω όνειρα ενώ είμαι ξύπνιος, αναπολώ κάτι ευχάριστο που συνέβη στο παρελθόν ή πλέκω φανταστικές και… … Dictionary of Greek